Τα Κοκάλινα Ρολόγια, του Ντέιβιντ Μίτσελ

Νομίζω πως κάθε βιβλίο του Ντέιβιντ Μίτσελ είναι μια αναγνωστική απόλαυση. Η εμπειρία μου με αυτόν άρχισε από το δυσεύρετο πια «Ο Άτλας του Ουρανού» των εκδόσεων «Ελληνικά Γράμματα» και συνεχίστηκε με το κορυφαίο, «Τα Χίλια Φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ» από τις εκδόσεις Τόπος (διαβάστε ΕΔΩ).

Στον Μίτσελ αρέσουν τα μεγάλα ερωτήματα. Η ζωή, ο θάνατος, η ύπαρξη, ο χρόνος, το αέναο συνεχές της δημιουργίας, είναι ζητήματα που απασχολούν τους ήρωές του και κατ' επέκταση τον αναγνώστη που θα βυθιστεί στις πολλές και πυκνογραμμένες σελίδες των μυθιστορημάτων του. 
Τα «Κοκάλινα Ρολόγια», έρχονται πιο κοντά στο «Ο Άτλας του Ουρανού», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο συγγραφέας επαναλαμβάνεται. Είναι αυτή η αντίληψη της Συνέχειας, το γεγονός πως όλα τα δεδομένα της ύπαρξής μας ενώνονται στο διηνεκές του χρόνου, μ΄έναν περίεργο όσο και θαυμαστό τρόπο, τόσο με εκείνα αυτών που προηγήθηκαν πριν από μας όσο και με εκείνα όσων έπονται. Πάνω σε αυτή ακριβώς την αντίληψη στήνει τη μυθοπλασία του με χαρακτήρες ζηλευτούς και πλοκή που σε πολλά σημεία σου κόβει την ανάσα και δεν αφήνει να παρατήσεις το βιβλίο. 

Ο Μίτσελ παίζει με το χρόνο. Εδώ, δεν κάνει τα χαώδη χρονικά άλματα που πραγματοποίησε στον «Άτλαντα», αλλά περιγράφει και οριοθετεί δύο σύμπαντα. Το γνωστό, το δικό μας, με μια ιστορία ή μάλλον με τις ιστορίες 4 ανθρώπων που έχουν ένα κοινό παρανομαστή και που η πλοκή τους εκτυλίσσεται σε ένα διάστημα σχεδόν εξήντα ετών και ένα δεύτερο, άγνωστο σε μας, το άλλο σύμπαν, η ζωή μετά, θα μπορούσε να πει κανείς που κατοικείται από τους Ωρολόγους και τους Αναχωρητές, τους καλούς και τους κακούς της ιστορίας.
Το μοτίβο βέβαια είναι γνωστό, η αέναη διαμάχη του καλού και το κακό σε αυτήν αλλά και σε δέκα, εκατό, χίλιες άλλες ζωές ή διαφορετικά σύμπαντα. 
Το βιβλίο χρονικά αρχίζει το 1984 όπου ένα 15χρονο κορίτσι με μια σπάνια ιδιαιτερότητα -ακούει και αντιλαμβάνεται πράγματα από μια άγνωστη διάσταση στους υπόλοιπους ανθρώπους- το σκάει από το σπίτι της έπειτα από ένα συνηθισμένο καβγά που έχουν τα κορίτσια στην εφηβεία με τη μητέρα τους. Εκεί αρχίζει και το ταξίδι του αναγνώστη. Το βιβλίο τελειώνει στο έτος 2043 και αφού προηγουμένως έχει διανύσει απίστευτα μέρη πάνω στον πλανήτη, από την Αγγλία στην Ελβετία, από τον Καναδά στην Αυστραλία, από την Κίνα στην Κολομβία, από το Ιράκ στην Ιρλανδία και πάει λέγοντας, ενώ δεν λείπουν και κάποιες αναφορές στην Ελλάδα. 
Στη συνέχεια και σε 3 διαφορετικές ιστορίες θα γνωρίσουμε τρία πρόσωπα που άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο επηρέασαν τη ζωή της ηρωίδας μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Ο ένας είναι ο πρώτος της μεγάλος έρωτας που θα τον γνωρίσει στα χρόνια της νεότητας. Ο δεύτερος είναι ο σύζυγός της, πολεμικός ανταποκριτής στον δεύτερο πόλεμο του Ιράκ και μια εξαιρετική ευκαιρία για τον Μίτσελ να δώσει το πολιτικό του στίγμα μέσα από τις σελίδες. Ο τρίτος θα είναι ένας έρωτας ανομολόγητος που δεν θα πραγματωθεί ποτέ, και που χρονικά τοποθετείται στη σημερινή εποχή, τη δική μας, όταν η ηρωίδα μας έχει φτάσει πλέον την ηλικία των 50 ετών. 
Ολο αυτό το διάστημα όμως, η ζωή της ηρωίδας και των ανθρώπων που την περιβάλλουν θα επηρεαστεί και από δυνάμεις που δεν γνωρίζει και που δεν μπορεί να αντιληφθεί τι μπορούν να προκαλέσουν. Είναι ο άλλος κόσμος, όπου οι χειριστές του χρόνου, οι Ωρολογοποιοί αντιμάχονται σε έναν πόλεμο διαρκείας τους Σαρκοβόρους, εκείνους που κυνηγούν την αθανασία με αντίτιμο ψυχές από τον θνητό μας κόσμο.
Κάπως έτσι περνάμε από τον ρεαλισμό στο χώρο του φανταστικού και επιστρέφουμε πίσω. Και αυτά τα ταξίδια, όσο περνάει ο χρόνος και λίγο πριν οδηγηθούμε στην τελική μάχη και στην κάθαρση γίνονται όλο και πιο συχνά, ωστόσο, είναι τόσο μαστόρικα εναρμονισμένα στην πλοκή που δεν ενοχλούν καθόλου. Το μόνο μέλημα του αναγνώστη που έχει χαθεί στη ζωή της ηρωίδας, είναι το πως θα φτάσει στην επόμενη σελίδα και μετά στη μεθεπόμενη και πάει λέγοντας.
Το βιβλίο δεν με κούρασε σε κανένα σημείο του και αυτό το αναγνωρίζω στον Μίτσελ. Δεν κάνει την κοιλιά, πράγμα σύνηθες σ' ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Σε αυτό βοηθάει και η εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη που νομίζω ότι γνωρίζει πολύ καλά πια τον συγγραφέα και ξέρει να πώς να αποδώσει το κλίμα της γραφής του.
Από την άλλη πλευρά το βιβλίο, στις περίπου 150 τελευταίες σελίδες «μαρσάρει», κορυφώνει και συ αισθάνεσαι λες και βρίσκεσαι μέσα σε ένα αεροπλάνο που μέχρι εκείνη την ώρα τροχοδρομούσε και ξαφνικά ακούς τις τουρμπίνες να παίρνουν μπροστά και νοιώθεις την πλάτη σου να κολλάει στο κάθισμα. Ναι, έτσι είναι.

ΤΑ ΚΟΚΑΛΙΝΑ ΡΟΛΟΓΙΑ
του Ντέιβιντ Μίτσελ
σελ. 597-εκδ. Τόπος
μτφ. Μαρία Ξυλούρη


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...